- κατάστικτα
- κατάστικτοςspottedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιστριανός — Ἰστριανός και Ἰστριηνός, ή, όν θηλ. και Ἰστριανίς (Α) [Ίστρος] 1. αυτός που κατοικεί κοντά στον ποταμό Ίστρο, ο Σκυθικός 2. φρ. «Ἰστριανὰ πρόσωπα» προσωπεία κατάστικτα που μοιάζουν με τα πρόσωπα τών Σκυθών δούλων 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰστριανόν… … Dictionary of Greek
ζαντεδεσχία — (zantedeschia). Γένος σπαδικανθών φυτών της οικογένειας των αροϊδών. Περιλαμβάνει ποώδη ελόβια φυτά, των οποίων η σπάθη είναι εσωτερικά άσπρη, εξωτερικά ωχροπράσινη με μεγάλους μίσχους. Χάρη στα μεγάλα λευκά άνθη τους και στα φύλλα τους, που… … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek
κατάστικτος — η, ο αυτός που είναι γεμάτος με στίγματα: Τα χέρια του ήταν κατάστικτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)